μοιροκρατικός

μοιροκρατικός
-ή, -ό [μοιροκρατία]
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μοιροκρατία («μοιροκρατικές αντιλήψεις»).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”